Κινέζικο παραμύθι. Από τις Εκδόσεις Αστέρος.
Μια φορά ήταν ένας Γάτος πολύ κυνηγάρης, τον είχε μια Γριά στο σπιτάκι της, μα κάθε βράδυ τής έφευγε. Τον βρίσκει ένα βράδυ μια αλεπού.
Ώρα καλή, πού πας;
Πάω για κανένα πουλάκι, κανένα ποντικάκι.
—Έρχεσαι να σε πάρω άντρα και συνεταίρο στο κυνήγι;
Πώς, έρχομαι, θα περάσουμε καλά.
Το άλλο βράδυ ξεκινήσανε μαζί για κυνήγι. Εκεί που πηγαίνανε βρίσκουν μπροστά τους το Καπλάνι, ρωτά την αλεπού:
Για πού το βάλατε; Ποιος είναι ο Κύριος από δω;
Είναι ο άντρας μου ο «Αλμάτος», και μη ρωτάς πολλά δεν του αρέσουνε τα πολλά λόγια.
Πάνε παρακεί βγαίνει το Αγριογούρουνο.
Ελόγου του από δω είναι συγγενής σου;
Είναι ο άντρας μου ο ξακουστός «Αλμάτος».
Τα ίδια ρώτησε κι η αρκούδα και πάλι της είπε η
Αλεπού:
— Μη με χασομεράς και ρωτάς γιατί ο παλικαράς ο «Αλμάτος» θυμώνει.
Την άλλη νύχτα σμίξανε τα 3 θηρία στο δάσος και συζητούσανε ποιος να είναι ο «Αλμάτος» αυτός που τον πήρε άντρα η Αλεπού και πάνε μαζί κυνήγι.
Πρώτη φορά εγώ άκουσα τ’ όνομα τούτο, λέει το Καπλάνι.
Κι εγώ επίσης, είπε η Αρκούδα.
— Κι εγώ επίσης, είπε τ’ Αγριογούρουνο, μα να πάμε να στήσουμε καρτέρι πουθενά εκεί που έχουν πέρασμα να ιδούμε πώς κυνηγούνε και τι κουράγιο έχουνε.
Πήγανε λοιπόν κάτω από έναν πλάτανο, στρώσανε μάλιστα και φάγανε λίγο κρέας που είχανε μεζέ. Ύστερα τ’ Αγριογούρουνο ακούμπησε τ’ αυτί του στη γης και περίμενε ν’ ακούσει πότε θα πλησιάσουνε οι δυο. Το Καπλάνι ανέβηκε πάνω στον πλάτανο να τους δει από μακριά κι η Αρκούδα κρύφτηκε σ’ ένα βάτο. Σε κάμποση ώρα η Αλεπού και το Γατί μυριστήκανε το κρέας, ήρθανε κοντά, βρίσκει ένα κομμάτι πεταμένο η Αλεπού, ο Γάτος βρίσκει κάτι κόκαλα και στρωθήκανε. Άξαφνα τ’ Αγριογούρουνο που είχε μουδιάσει κούνησε τ’ αυτί του, φάνηκε του Γάτου σαν Ποντικός που σαλεύει, χύμηξε και του τ’ άρπαξε. Βάζει τ’ Αγριογούρουνο μια άγρια φωνή, ο Γάτος κατατρομαγμένος δίνει μια σκαρφαλώνει στον Πλάτανο. Το Καπλάνι βλέποντας ένα πράμα να πετιέται καταπάνω του, αφήνει το κλωνάρι που ήτανε γαντζωμένο πέφτει μες στο βάτο που ήτανε η Αρκούδα. Η Αρκούδα κάνει να ξεφύγει, μπλέχτηκε μες στ’ αγκάθια, τα μισά της μαλλιά μείνανε στο βάτο πάνω, απόμεινε μαδημένη ώσπου να βγει. Μα κι η Αλεπού, βλέποντας τόσα που γίνανε, φοβήθηκε, το ’βάλε στα πόδια. Έτσι βρέθηκε πάλι μονάχος ο Γάτος κι οι άλλοι γνωρίσανε ποιος ήτανε ο Αλμάτος.
0 Comments